- πολυίππου
- πολυΐππου , πολύιπποςrich in horsesmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύϊππος — ον, Α αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ ιππος)] … Dictionary of Greek